σπερματισμός

σπερματισμός
ο физиол.
1) образование семени, спермы; 2) извержение семени

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σπερματισμός" в других словарях:

  • σπερματισμός — ο, ΝΜΑ νεοελλ. βιολ. γενετική θεωρία που αποδίδει στο σπέρμα τού άρρενος τα ουσιώδη χαρακτηριστικά τού εμβρύου μσν. γονιμοποίηση μσν. αρχ. 1. η παραγωγή σπέρματος (α. «τὸ δένδρον οὐ πλησθήσεται σπερματισμοῡ καὶ γόνου», Κ. Μανασσ. β. «[τὰ λάχανα]… …   Dictionary of Greek

  • σπερματισμός — ο 1. εκσπερματισμός, παραγωγή σπέρματος. 2. βιολογική θεωρία σύμφωνα με την οποία το σπέρμα παίζει το βασικότερο ρόλο στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών του εμβρύου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπερματισμοῖς — σπερματισμός production of seed masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματισμούς — σπερματισμός production of seed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματισμῷ — σπερματισμός production of seed masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματισμόν — σπερματισμός production of seed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποσπερμάτιση — η κ. σπερματισμός, ο (Μ ἀποσπερμάτισις, σπερματισμός) η εκσπερμάτωση …   Dictionary of Greek

  • семенение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. σπερματισμός) оплодотворение.  … …   Словарь церковнославянского языка


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»